- οστρέχα
- και αστράχα και αστρέχα, η1. κενό διάστημα μεταξύ τής στέγης και τής κορυφής τού τοίχου ενός κτηρίου2. η άκρη τής στέγης η οποία εξέχει από τον τοίχο, το γείσο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οστρέχα < αρχ. ὄστρακον, ενώ κατ' άλλους από σλαβ. streha. Οι τ. αστράχα και αστρέχα σχηματίστηκαν με αφομοιωτική τροπή τού ο- σε α-].
Dictionary of Greek. 2013.